ΡΕΠΟΡΤΑΖ

* 69 νεκροί, θύματα και θύτες, στα 28 χρόνια δράσης της Φράξιας Κόκκινος Στρατός είναι αρκετοί για να προβληματίζουν ακόμη τη γερμανική κοινωνία

Τι απέμεινε από τους «αντάρτες» της RAF

Από το «σκάνδαλο της πουτίγκας» στις βόμβες της τρομοκρατίας

Ν. ΧΕΙΛΑΣ | Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2002
Εκτύπωση Αποστολή με Email
Μικρό μέγεθος γραμματοσειράς Μεσαίο μέγεθος γραμματοσειράς Μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Digg Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark

ΒΕΡΟΛΙΝΟ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

Η πουτίγκα, μόλις βγαλμένη από τη φόρμα, άχνιζε ακόμη. Η όψη της έκανε να τρέχουν τα σάλια εκείνων που την έβλεπαν. Ούτε ο Ντίτερ Κούντσελμαν όμως ούτε οι συγκάτοικοι του, που κάθονταν ένα απριλιάτικο πρωινό του 1967 στην κουζίνα της «Kommune 1», του πρώτου φοιτητικού κοινοβίου στο Δυτικό Βερολίνο, έλεγαν να την αγγίξουν. «Η πουτίγκα ήταν δώρο. Και στα δώρα δεν βάζουν χέρι» εξηγούσε αργότερα ο κ. Κούντσελμαν. Πόσο μάλλον που προοριζόταν για μια διαπρεπή προσωπικότητα - τον τότε αμερικανό αντιπρόεδρο Χούμπερτ Χάμφρι που βρισκόταν για επίσκεψη την πόλη τους. Αν ο κ. Χάμφρι θα χαιρόταν για ένα γλυκό που, σύμφωνα με τους δωρητές, δεν ήταν να το φάει με το κουταλάκι, είναι αμφίβολο. Η επίδοσή του δεν έγινε πάντως ποτέ. Η αστυνομία, που είχε ακούσει για την ύπαρξή του από μυστικό πράκτορα, πρόλαβε να το κατασχέσει. Παράλληλα ειδοποίησε και τις εφημερίδες. «Σχέδιο για βομβιστική επίθεση εναντίον του αμερικανού αντιπροέδρου στο Βερολίνο» ήταν το επόμενο πρωί ο τίτλος του ταμπλόιντ «Bildzeitung». «Οι βομβιστές θα τύχουν της ανάλογης μεταχείρισης. Η πλειονότητα των Γερμανών έχει κατανόηση για τον αγώνα που κάνουν οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ...» αναφερόταν σε εσωτερική σελίδα. Ακολούθησε η σύλληψη των «συνωμοτών», που δεν κράτησε όμως πολύ αφού οι πυροτεχνουργοί δεν βρήκαν ούτε ίχνος εκρηκτικής ύλης στο ωραίο γλύκισμα.

Το επεισόδιο με την πουτίγκα έδειξε ανάγλυφα πόσο εκρηκτική ήταν ήδη τότε η ατμόσφαιρα ανάμεσα στο ανερχόμενο φοιτητικό κίνημα και στο πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο. Για την «Bildzeitung», οι εξεγερμένοι φοιτητές ήταν κοινοί εγκληματίες. Αντίστοιχη ήταν και η απάντηση του διάττοντος τότε αστέρα της αριστερής δημοσιογραφίας, της Ούλρικε Μάινχοφ, στο περιοδικό «Konkret»: «Σύμφωνα με την άποψη των επισήμων λοιπόν, αυτό που είναι εγκληματικό δεν είναι να ρίχνει κανείς ναπάλμ βόμβες στις γυναίκες και στα παιδιά του Βιετνάμ, αλλά πουτίγκα στους πολιτικούς που διατάσσουν την ισοπέδωση των πόλεων... Ναπάλμ ναι, πουτίγκα όχι».

Τρία χρόνια αργότερα, το 1970, η Μάινχοφ συνέτασσε το εγχειρίδιο «Οι αντάρτες των πόλεων», την ιδρυτική διακήρυξη της Φράξιας Κόκκινος Στρατός RAF. Η διακήρυξη αυτή, σύμφωνα με τους ειδικούς, ήταν ο τελευταίος κρίκος στη αλυσίδα των απογοητεύσεων που είχαν αρχίσει με το «σκάνδαλο της πουτίγκας».

Οι «απογοητεύσεις» δεν αρκούν όμως για να εξηγήσουν αυτό το βήμα. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν και οι «λάθος εκτιμήσεις». Με πρώτη ότι η πολιτική βία μπορεί να νομιμοποιηθεί στα δημοκρατικά καθεστώτα ­ φτάνει να έχει μαζική μορφή. «Το ρίξιμο μιας πέτρας είναι πράξη τιμωρητέα, η ρίψη χιλιάδων πετρών είναι πράξη πολιτική. Ο εμπρησμός ενός αυτοκινήτου είναι πράξη του κοινού ποινικού δικαίου, ο εμπρησμός χιλιάδων αυτοκινήτων είναι πράξη πολιτική» διακήρυσσε η Μάινχοφ σε Teach-In στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τον Απρίλιο του 1968. Και η άποψη αυτή δεν ήταν μειοψηφική. «Οι περισσότεροι αριστεροί πίστευαν τότε στη νομιμότητα της μαζικής βίας» λέει ο δημοσιολόγος Βόλφγκανγκ Γκαστ αναφερόμενος στην τότε ανερχόμενη ανορθόδοξη, αντισταλινική «Νέα Αριστερά». Και αυτό όχι μόνο σε επίπεδο «αθώων» διαδηλώσεων. «Δηλώνουμε ότι αν η κυβέρνηση αποφασίσει να στείλει γερμανούς στρατιώτες στο Βιετνάμ, θα πάρουμε τα όπλα εναντίον της» προειδοποιούσε την ίδια εποχή δημόσια το νούμερο ένα του φοιτητικού κινήματος Ρούντι Ντούσκε.

* Αντάρτικο των πόλεων

Εξίσου λανθασμένη αποδείχθηκε όμως και μια δεύτερη εκτίμηση που έλεγε ότι οι οργανώσεις των ανταρτών στις δικτατορίες του Τρίτου Κόσμου, όπως οι Τουπαμάρος της Βολιβίας, μπορούν να μεταφυτευθούν και στις δημοκρατικές μεν αλλά «ιμπεριαλιστικές» μητροπόλεις. «Η θεωρητική αφετηρία της RAF ήταν ότι από τις αρχές του εικοστού αιώνα ο δυτικός κόσμος βρισκόταν υπό τον ζυγό του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τη μεταπολεμική Γερμανία, η οποία ως τη σύναψη του συμφώνου ειρήνης το 1992 ήταν κατεχόμενη χώρα. Το αντάρτικο των πόλεων ήταν έτσι απαραίτητο για την αποτίναξη του ζυγού» λέει ο δημοσιολόγος Ολιβερ Τομλάιν. Το αποτέλεσμα, προσθέτει, ήταν ότι οι επιθέσεις της RAF είχαν ως κύριο στόχο τις αμερικανικές βάσεις στη Γερμανία. Οι γερμανοί πολίτες έμπαιναν στο στόχαστρό της μόνο εφόσον θεωρούνταν «υποχείρια» των Αμερικανών.

«Αντάρτες» χαμένοι από χέρι; Από πρώτη ματιά όχι. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ινστιτούτου Allensbach, κάθε τέταρτος Δυτικογερμανός κάτω των 30 ετών έτρεφε το 1971 «συμπάθεια» για τη Φράξια Κόκκινος Στρατός. Και κάθε εικοστός βεβαίωνε ότι υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα φιλοξενούσε για μια νύχτα έναν «παράνομο αγωνιστή» της.

Η συμπάθεια αυτή, βοηθουσών και των «αγριοτήτων» της RAF, εξατμίστηκε ωστόσο γρήγορα. Σε αυτό συνέβαλε και η στροφή της Νέας Αριστεράς η οποία, έστω και αργά, βλέποντας τι τέρατα είχε γεννήσει η αρχική αντίληψή της περί βίας, έσπευσε να καταδικάσει τις ενέργειες των τρομοκρατών.

Στην απομόνωση της RAF έπαιξε βέβαια ρόλο και το γεγονός ότι δεν ήταν γνήσια «αντάρτικη» οργάνωση (όπως στις δικτατορίες του Τρίτου Κόσμου) αλλά απλώς «τρομοκρατική» - έτσι όπως την ορίζει ο πολιτειολόγος Χέρφιντ Μίνκλερ: ως ομάδα που δεν έχει ως στόχο (σε αντίθεση με τους αντάρτες) τη φυσική αλλά την ψυχική καταστροφή του αντιπάλου. Μόνο που τα «μηνύματα φόβου» που εξέπεμπαν οι «συμβολικές» επιθέσεις της δεν έφτασαν για να παραλύσουν τον εχθρό ή, όπως έλεγε η Μάινχοφ, τους «μηχανισμούς της εξουσίας». Το αντίθετο μάλιστα. Ηδη από το 1976-77, γράφει ο συγγραφέας Στέφαν Αουστ, οι μηχανισμοί αυτοί είχαν «θεριέψει» τόσο πολύ που να προκαλούν με τη σειρά τους τρόμο στους τρομοκράτες.

* «Σοβαροί» ιδεολόγοι

Λόγος για λιποψυχία; Κάθε άλλο. Με το σύνθημα «άνθρωπος ή γουρούνι», τόσο η Μάινχοφ όσο και τα άλλα τρία μέλη του ηγετικού κουαρτέτου της RAF, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Ενσλιν και ο Γιαν-Καρλ Ράσπε, συνέχισαν να παλεύουν και μέσα στη φυλακή για την «τελική νίκη». Ή τουλάχιστον έδειχναν ότι «παλεύουν». Η αντοχή τους όμως δεν ήταν απεριόριστη. Αυτό πιστοποιεί και η αυτοκτονία τους στις φυλακές του Σταμχάιμ - πρώτα της Μάινχοφ το 1976 και ύστερα των τριών άλλων ένα χρόνο αργότερα, μετά την αποτυχημένη αεροπειρατεία από παλαιστίνιο κομάντο, που είχε ως στόχο την απελευθέρωσή τους.

Το γεγονός βέβαια ότι δεν αποδείχθηκαν «κλεφτοκοτάδες» ή καταδότες, όπως ορισμένοι «ομόλογοί» τους στην Ελλάδα, δεν τους κάνει περισσότερο συμπαθητικούς. Εξάλλου συμπαθητικοί δεν ήταν ούτε και την εποχή που ζούσαν. Οι έγκλειστοι του Σταμχάιμ ήταν υποδείγματα «αχαριστίας». Οι δικηγόροι τους, ανάμεσά τους και ο σημερινός υπουργός Εσωτερικών Οτο Σίλι, που έκαναν τα πάντα για να τους «ξελασπώσουν», ήταν, σύμφωνα με έκφραση του Μπάαντερ, «χρήσιμοι ηλίθιοι», ενώ οι άλλοι αριστεροί, που διαφωνούσαν μαζί τους, ήταν απλώς «γουρούνια». Αλλά και μεταξύ τους κάθε άλλο παρά αβροί ήταν. Ο τρόπος που μιλούσε ο άτυπος «τιμονιέρης» της οργάνωσης Μπάαντερ, ακόμη και προς τους συγκρατουμένους του, αποτελεί, όπως δείχνουν οι σχετικές μαρτυρίες, μνημείο «συντροφικού» αυταρχισμού και καταφρόνιας.

Εκεί που απέτυχαν βέβαια απόλυτα οι πρωταγωνιστές της RAF δεν ήταν στο «savoir vivre» αλλά στην πολιτική. Η αντικατάσταση της πολιτικής δράσης από την «κουμπούρα» αποδείχθηκε θανατηφόρο εγχείρημα. Απόδειξη οι συνολικά 69 νεκροί στα 28 χρόνια ύπάρξης της RAF (1970-1998) - 41 θύματα των τρομοκρατών και 28 τρομοκράτες.

Γι' αυτό έφταιγε βέβαια και η αριστερή διανόηση, η οποία απέτυχε να πει έγκαιρα τα πράγματα με το όνομά τους και να βάλει έτσι φρένο στον δρόμο προς την τρομοκρατία. Από αυτή την άποψη η RAF δεν ήταν «εκφυλισμένο» παράγωγο αλλά τμήμα μιας τότε παραπαίουσας και «πελαγωμένης» Αριστεράς. Και αυτό εξηγεί ίσως αρκετά και τη συμπεριφορά εκείνων που, ενώ αρχικά παραπονιόνταν για τη δυσφήμηση της ζαχαροπλαστικής τους, παράτησαν τελικά εθελουσίως τις πουτίγκες για να πάρουν στα χέρια τους τις βόμβες.
Αμετανόητοι (συνταξιούχοι) τρομοκράτες * Από τους περίπου 200 που είχαν καταδικαστεί σε πολυετείς ποινές μόνο τέσσερις γυναίκες και δύο άνδρες παραμένουν στις φυλακές

Από το 1970 και ως σήμερα πέρασαν περίπου 200 μέλη της RAF από τις φυλακές, όπου εξέτισαν πολυετείς ποινές. Η συντριπτική πλειονότητά τους έχει ενδιάμεσα αποφυλακισθεί. Μόνο πέντε τρομοκράτες, ήτοι 3 γυναίκες (Εβα Χάουλε, Μπίργκιτ Χόγκεφελντ, Μπριγκίτε Μονχάουπτ) και δύο άντρες (Κρίστιαν Κλαρ και Ρολφ-Κλέμενς Βάγκνερ) βρίσκονται ακόμη στα «σίδερα». Οι υπόλοιποι, κατά το πλείστον «αμετανόητοι» στις πεποιθήσεις τους, διάγουν σήμερα τον βίο του συνταξιούχου τρομοκράτη. Ορισμένοι από αυτούς έχουν δημοσιεύσει απομνημονεύματα, όπως ο Ινγκε Φιτ, η Ιρμγκαρτ Μέλερ, ο Τιλ Μάγερ και ο Στέφαν Βισνέφσκι και μόνο τρία άτομα, που φέρονται ως τρομοκράτες, καταζητούνται ακόμα από τις αρχές, η Ντανιέλα Κλέτε, ο Ερνστ Φόλκερ Στάουμπ, καθώς και κάποιος Μπρούρκχαρτ Γκ.

Αν και οι αρχές δεν αποκλείουν τη «νεκρανάσταση» της RAF, η γερμανική δημοσιότητα έχει πάψει να της δίνει σημασία. Ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου η τρομοκρατία συνταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τους ισλαμιστές. Μόνο που οι εναπομείναντες φυλακισμένοι της RAF δεν αποκομίζουν σπουδαίο όφελος από αυτό: Η κράτησή τους χαρακτηρίζεται από αυστηρούς περιορισμούς, που αφορούν τόσο την πρόσβαση σε εφημερίδες και βιβλία όσο και την αλληλογραφία. Παράλληλα οι φίλοι και συγγενείς τους μπορούν να τους επισκέπτονται μόνο άπαξ τον μήνα, και αυτό πάντα υπό αστυνομική επιτήρηση. Στην περίπτωση του «αμετανόητου» Κρίστιαν Κλαρ μάλιστα τα μέτρα κράτησης είναι όντως υπεραυστηρά. Αρκεί να αναφερθεί ότι τυχόν απόλυσή του θα γίνει, ύστερα από απόφαση του δικαστηρίου, 26 χρόνια μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης - έναντι 15 που προβλέπει ο νόμος. Αυτό θα είναι το νωρίτερο το 2008. «Θα είναι σαν να πηγαίνει σε ξένη χώρα» έλεγε συνήγορός του.

Με την παρακμή της RAF, μετά το 1977, διαλύθηκε βαθμιαία και ο πολιτικός της περίγυρος, οι λεγόμενοι «συμπαθούντες». Την περίοδο της μεγάλης «ακμής» της, το 1975-77, ο αριθμός των «συμπαθούντων» είχε φτάσει τις 10.000. Οι αρχές και μέρος των μέσων ενημέρωσης συγκατέλεγαν βέβαια σε αυτούς και εκείνους που, αν και διαφωνούσαν οριζοντίως και καθέτως με τη δράση των τρομοκρατών, τάσσονταν υπέρ της «ανθρώπινης» μεταχείρισής τους στο πλαίσιο της ισχύουσας δικονομίας. Σε αυτούς ανήκαν και δύο νομπελίστες λογοτέχνες - ο Γερμανός Χάινριχ Μπελ και ο Γάλλος Ζαν-Πολ Σαρτρ.

Με τη διάλυση της RAF εξασθένησε και η «λαϊκή οργή» - που σε μεγάλο βαθμό υποδαυλιζόταν από τα ταμπλόιντ, όπως η «Bildzeitung». Στον Κρίστιαν Κλαρ δεν αποστέλλονται πάντως σήμερα, όπως παλιά στον Μπάαντερ και στη Μάινχοφ, δέματα από «αγανακτισμένους πολίτες», τα οποία μαζί με θηλιές από σχοινί και σύρμα περιείχαν την προτροπή να «πάνε να κρεμαστούν με αυτές». Εκτός πια και αν οι δικαστικές αρχές απαγορεύουν σήμερα την επίδοσή τους - σε αντίθεση με τον πρόεδρο του δικαστηρίου του Σταμχάιμ Τέοντορ Πρίντσινγκ, ο οποίος το 1975-77 έδινε εντολή να επιδίδονται οι θηλιές στους κρατουμένους - για «παιδαγωγικούς» μάλλον λόγους.
Το ημερολόγιο του τρόμου * Από την «απαγωγή» του Μπάαντερ στην «αναστολή» του ένοπλου αγώνα

3 Απριλίου 1968. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ ο Αντρέας Μπάαντερ, η Αστριντ Πρελ και ο αδελφός της Τόρβαλντ τοποθετούν εμπρηστικές βόμβες σε δύο καταστήματα της Φραγκφούρτης. Προξενούνται υλικές ζημιές. Θύματα δεν υπάρχουν, επειδή οι βόμβες αναφλέγονται μετά το κλείσιμο των καταστημάτων.

31 Οκτωβρίου 1968. Ο Μπάαντερ και οι συνεργοί του καταδικάζονται σε τριετή ποινή κάθειρξης λόγω του εμπρησμού στη Φραγκφούρτη.

14 Μαΐου 1968. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του σε βιβλιοθήκη του Δυτικού Βερολίνου υπό αστυνομική συνοδεία ο Αντρέας Μπάαντερ απελευθερώνεται από συντρόφους του. Ενας αστυνομικός τραυματίζεται σοβαρά. Η απελευθέρωση αυτή θεωρείται η ληξιαρχική πράξη γέννησης της RAF. Λίγες ημέρες αργότερα κυκλοφορεί η πρώτη προκήρυξη της οργάνωσης γραμμένη από την Ούλρικε Μάινχοφ.

Καλοκαίρι του '70. Η RAF εκπαιδεύεται στο «αντάρτικο των πόλεων». Είκοσι μέλη της ομάδας με επικεφαλής τον Αντρέας Μπάαντερ, την Γκούντρουν Ενσλιν και την Ούλρικε Μάινχοφ παίρνουν σχετικά μαθήματα σε στρατόπεδο εκπαίδευσης της PLO στην Ιορδανία. Ο Μπάαντερ επιβάλλεται εκεί ως ο «φυσικός» αρχηγός της οργάνωσης.

15 Ιουλίου 1971. Ο πρώτος νεκρός της RAF - η αστυνομία πυροβολεί και σκοτώνει στο Αμβούργο την Πέτρα Σελμ. Εννέα μήνες αργότερα βρίσκει τον θάνατο με τον ίδιο τρόπο ο Τόμας Βαϊσμπέκερ στο Αουγκσμπουργκ.

11 Μαΐου 1972. Ο κύριος εχθρός είναι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός: Η RAF κάνει βομβιστική επίθεση στο γενικό αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής στη Φραγκφούρτη. Ενας συνταγματάρχης σκοτώνεται.

24 Μαΐου 1972. Δύο παγιδευμένα με βόμβες αυτοκίνητα τινάζονται στον αέρα μπροστά στο γενικό αρχηγείο των Αμερικανών στη Χαϊδελβέργη σκοτώνοντας τρεις στρατιώτες.

1η Ιουνίου 1972. Ο Αντρέας Μπάαντερ και δύο άλλα ηγετικά στελέχη της RAF, ο Γιαν-Καρλ Ράσπε και ο Χόλγκερ Μάινς, συλλαμβάνονται ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών στη Φραγκφούρτη. Ακολουθεί, μία εβδομάδα αργότερα, η σύλληψη της Γκούντρουν Ενσλιν στο Αμβούργο και αμέσως μετά της Ούλρικε Μάινχοφ στο Αννόβερο. Οι κρατούμενοι μεταφέρονται στις φυλακές του Σταμχάιμ στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης (κοντά στη Στουτγάρδη), όπου κρατούνται υπό συνθήκες πλήρους απομόνωσης. Η αντίδρασή τους είναι πολύμηνη απεργία πείνας, με αποτέλεσμα τον θάνατο του Χόλγκερ Μάινς στις 9 Νοεμβρίου 1974.

10 Νοεμβρίου 1974. Σε αντίποινα για τον θάνατο του Μάινς η τρομοκρατική οργάνωση «Κίνημα 2 Ιουνίου» δολοφονεί στο Βερολίνο τον δικαστή Γκύντερ φον Ντρένκμαν.

27 Φεβρουαρίου 1975. Η RAF απάγει τον πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών του Βερολίνου Πέτερ Λόρεντς. Μία εβδομάδα αργότερα ο Λόρεντς είναι ελεύθερος μετά την απόφαση των αρχών να αφήσουν ελεύθερους πέντε τρομοκράτες που μεταφέρονται αεροπορικώς στη Νότια Υεμένη.

24 Απριλίου 1975. Οι κομάντος της RAF «Χόλγκερ Μάινς» εισβάλλουν στη γερμανική πρεσβεία της Στοκχόλμης και συλλαμβάνουν 12 άτομα του προσωπικού ως ομήρους. Η πρεσβεία απελευθερώνεται ύστερα από επίθεση ειδικών αστυνομικών δυνάμεων. Ο απολογισμός τέσσερις νεκροί, δύο υπάλληλοι και δύο τρομοκράτες.

21 Μαΐου 1975. Στο Σταμχάιμ αρχίζει η δίκη εναντίον της «συμμορίας των τεσσάρων», του Μπάαντερ, της Ενσλιν, της Μάινχοφ και του Ράσπε. Οι κατηγορούμενοι παραπονιούνται για αφόρητες συνθήκες απομόνωσης σε «λευκά κελιά» και «νεκρές» από άλλους κρατουμένους φυλακές, ενώ οι δικηγόροι τους καταγγέλλουν την παραβίαση στοιχειωδών κανόνων της δικονομίας. Το αποτέλεσμα: Κατά τη διάρκεια της δίκης το κοινοβούλιο στη Βόννη αποφασίζει πλέγμα νόμων κατά της τρομοκρατίας που νομιμοποιούν εκ των υστέρων τις καταγγελλόμενες παραβιάσεις.

9 Μαΐου 1976. Η Ούλρικε Μάινχοφ βρίσκεται κρεμασμένη στο κελί της. Οι αρχές μιλούν για αυτοκτονία, οι σύντροφοί της για ψυχρή δολοφονία.

7 Απριλίου 1977. Η RAF δολοφονεί τον πιο απηνή διώκτη της, τον γενικό εισαγγελέα της Γερμανίας Ζίγκφριντ Μπούμπακ, καθώς και δύο συνοδούς του.

28 Απριλίου 1977. Οι τρεις εναπομείναντες κατηγορούμενοι στη δίκη του Σταμχάιμ (Μπάαντερ, Ενσλιν, Ράσπε) καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη.

30 Ιουλίου 1977. Δολοφονία του προέδρου της Dresdner Bank Γιούργκεν Πόντο στο Ομπερούρσελ από κομάντος της RAF.

5 Σεπτεμβρίου 1977. Η RAF απάγει τον πρόεδρο των γερμανών εργοδοτών Χανς Μάρτιν Σλάιερ, ο οποίος στα νιάτα του ήταν ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος, και εκτελεί τέσσερις συνοδούς του.

13 Οκτωβρίου 1977. Παλαιστίνιοι κομάντος καταλαμβάνουν αεροπλάνο της Λουφτχάνσα και απαιτούν την απελευθέρωση 11 μελών της RAF και δύο Παλαιστινίων που κρατούνται στην Τουρκία. Ενας από τους πιλότους δολοφονείται. Το αεροπλάνο προσγειώνεται τελικά στο Μογκαντίσου. Στις 17 Οκτωβρίου οι γερμανικές ειδικές αντιτρομοκρατικές δυνάμεις GSG 9 εισβάλλουν στο αεροπλάνο, σκοτώνουν τρεις τρομοκράτες και απελευθερώνουν 86 ομήρους. Το επόμενο πρωί βρίσκονται νεκροί στα κελιά τους οι Αντρέας Μπάαντερ, Γκούντρουν Ενσλιν και Γιαν-Καρλ Ράσπε. Οι αρχές βεβαιώνουν πάλι ότι πρόκειται για αυτοκτονία, οι «συνοδοιπόροι» της RAF για εκτέλεση.

19 Οκτωβρίου 1977. Η RAF ανακοινώνει ότι έθεσε τέλος στην «οικτρή και διεφθαρμένη ζωή του Χανς Μάρτιν Σλάιερ». Το πτώμα του βρίσκεται πεταμένο σε δασύλλιο στα γερμανογαλλικά σύνορα.

1978-1991. Η δεύτερη και από το 1985 η τρίτη γενιά των τρομοκρατών αποδεικνύονται λιγότερο ενεργές από την πρώτη αλλά πολύ πιο προσεκτικές. Οι αυτουργοί των πέντε συνολικά επιθέσεων που έγιναν στην «εποχή» τους και στοίχισαν τη ζωή σε έξι άτομα, κυρίως ανώτατα στελέχη της οικονομίας, παραμένουν ως σήμερα άγνωστοι.

Καλοκαίρι του 1992. Η RAF δηλώνει για πρώτη φορά ότι «αναστέλλει» τον ένοπλο αγώνα.

Μάρτιος του 1998. Υστερα από πολλές «αναστολές» η RAF εξαγγέλλει επίσημα την αυτοδιάλυσή της: «Σήμερα θέτουμε τέρμα στη δράση μας. Το αντάρτικο των πόλεων με τη μορφή της RAF είναι πια ιστορία».

Ο Αντρέας Μπάαντερ σε ένα «τρυφερό» στιγμιότυπο με την Γκούντρουν Ενσλιν στη διάρκεια της δίκης τους. Και οι δυο τους ήταν μέλη της τετραμελούς ηγεσίας της RAF και αυτοκτόνησαν στις φυλακές του Σταμχάιμ το 1977
Ο Αντρέας Μπάαντερ σε ένα «τρυφερό» στιγμιότυπο με την Γκούντρουν Ενσλιν στη διάρκεια της δίκης τους. Και οι δυο τους ήταν μέλη της τετραμελούς ηγεσίας της RAF και αυτοκτόνησαν στις φυλακές του Σταμχάιμ το 1977

Περισσότερες Ειδήσεις

Συνέχεια...